- κατερύκω
- κατερύ̱κω , κατερυκάνωpres subj act 1st sgκατερύ̱κω , κατερυκάνωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατερύκω — (Α) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, καθυστερώ κάποιον («μάλα δή σε καὶ ἐσσύμενον κατερύκω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρύκω «αναχαιτίζω, περιορίζω»] … Dictionary of Greek
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek
κατερυκάνω — (Α) (παρεκτεταμ. τ. τού κατερύκω) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω … Dictionary of Greek
κατερυκτικός — κατερυκτικός, ή, όν (Α) [κατερύκω] πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός … Dictionary of Greek